-
1 ἐπικαλέω
A summon a god to a sacrifice or as witness to an oath, etc., invoke,θεόν Hdt.2.39
, 3.8, al.;ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν Ar.Lys. 1280
, cf. Act.Ap.7.59, etc.; ἐ. θεόν τινι invoke a god over one, to be gracious to him, Hdt.1.199; or, watch over his good faith, Id.3.65:— [voice] Med.,Id.1.87, al., X.HG2.3.55, al.;ἐπικαλεσάμενος τὸν θεόν OGI194.18
(Egypt, i B.C.).b. pray for,πρὸ καιροῦ τὸν θάνατον PLond.5.1676.24
(vi A.D.).2. invite,γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες Od. 7.189
:—[voice] Med., Hdt.1.187, al.II. [voice] Med., call in as a helper or ally,ἐπικαλεῖσθαί τινα σύμμαχον Id.8.64
, cf. Th.1.101: c.inf., Hdt. 1.87;ἐ. τοὺς κεκμηκότας μὴ γενέσθαι Th.3.59
;ἐ. ἐκ Θεσσαλίης ἐπικουρίην Hdt.5.63
.2. call in as witness,μάρτυρας ἐ. τινάς Antipho 1.30
, cf. Pl.Lg. 664c: c.inf.,ἐ. θεοὺς.. καθορᾶν τὰ γιγνόμενα X.HG2.3.55
: with neut. Adj., ταῦτα ἐ. Hdt.9.62.b. appeal to, σύνεσινκαὶ παιδείαν D.18.127
(hence, = Lat.appello, provoco, Plu.Marc.2; τὸνδῆμον ἀπὸ τῶν δικαστῶν Id.TG16
;Καίσαρα Act.Ap.25.11
).3. call before one, summon, of the Ephors, Hdt.5.39.4. challenge, ib.1.III. call by surname,Δίων ὃν ἐπεκάλουν Χρυσόστομον Eun. VSp.454
B.:—more freq. [voice] Pass., to be called by surname, ἐπεκλήθησανΚεκροπίδαι Hdt.8.44
; to be nicknamed,Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον X.Mem.1.4.2
, cf. HG2.3.31; alsoτὸ ὄνομα ἐπικέκληταί σοι LXX De.28.10
; ἐπικληθήσεται ἐν αὐτοῖς τὸ ὄνομάμου ib.Ge.48.16.IV. bring as an accusation against,τινί τι Th.1.139
, 4.133, cf. Isoc.12.9; ἐ. τινί, c. inf., accuse one of doing, Th.2.27, cf. Antipho 3.1.1; ἐ. τὴνἀπόστασιν ὅτι.. ἐποιήσαντο Th.3.36
;ἐ. τινὶ πάντα ὅσα ἠδίκητο D.C. 37.6
; ταῦτ' ἐπικαλεῖς; is this your charge? Ar. Pax 663; ἐ. ἀρχαιότητα objecting to its obsoleteness, Pl.Lg. 657b: abs., ἐπικαλείτω let him bring his action, SIG45.17 (Halic., v B.C.); ὁ ἐπικαλῶν the plaintiff, PHal.1.216 (iii B.C.):—[voice] Pass., τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα the money imputed to him, i.e. which he was charged with having, Hdt.2.118 (but τὰ ἐπικαλούμενα the sums claimed, PPetr.2p.108 (iii B.C.), and so in [voice] Act. λείαν ἐ.ib.3p.185);περὶ δανείου PGrenf.2.31.15
(ii B.C.).2. c. dat. pers. only, ἐπικαλεῖν τινί quarrel, dispute with, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαλέω
См. также в других словарях:
наимованиѥ — НАИМОВАНИ|Ѥ (4*), ˫А с. 1. Сдача чего л. в аренду: о еп(с)пихъ и ѡ прозвитерѣхъ. мирьскы˫а i людьскы˫а вещи творѧща. или наiмовань˫а i прѣкупань˫а. или приставлень˫а. надъ чюжимь добыткомь. КР 1284, 25а; || заем: Наимовани˫а написана˫а i… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
περιθώριο — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας … Dictionary of Greek
ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek